- αρχαιολογώ
- ἀρχαιολογῶ (-έω) (Α)1. μιλώ για πράγματα αρχαία ή ξεχασμένα και ασαφή2. αρχαΐζω*3. «ἱστορία ἀρχαιολογουμένη» — ιστορία που εξετάζεται κυρίως από την αρχαιολογική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -λογώ (-έω) < λόγος < λέγω].
Dictionary of Greek. 2013.